βωκκαλίς

βωκολιάσδω

Βωκώνιος
βωκολιάσδω, βωκολιαστής, βωκολικός, βωκόλος, βῶκος, var. p. βουκολιάσδω, βουκολιαστής, etc. ; v. βουκολιάζω.