βωμολόχευμα

βωμολοχεύομαι

βωμολοχέω-ῶ
βωμολοχεύομαι, faire le bouffon, le mauvais plaisant, Ar. Nub. 970 (ao. opt. 3 sg. βωμολοχεύσαιτο) ; Isocr. 149d (prés.).
Étym. βωμολόχος.