βωμολοχέω-ῶ

βωμολοχία

βωμολοχικός
βωμολοχία, ας () moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie, Plat. Rsp. 606c ; Arstt. Nic. 2, 7, 13 ; Plut. Lyc. 12 ; etc.
Étym. βωμολόχος.