χαλαζοκοπέω-ῶ

χαλαζοκοπία

χαλαζόομαι-οῦμαι
χαλαζοκοπία, ας () [χᾰ] dévastation par la grêle, Th. C.P. 5, 8, 2.
Étym. v. le préc.