χαράδρειον

χαραδρεών

χαράδρη
χαραδρεών, ῶνος () [χᾰ] lieu entrecoupé de ravins, Naz. Ep. 4, 6 ; Hdn gr. Epim. p. 199 Boissonade.
Étym. χαράδρα.