Χάραδρος

χαραδρώδης

Χαρακηνός
χαραδρώδης, ης, ες [χᾰ]
1 qui se creuse son lit en ravin, comme un torrent, Str. 649 ||
2 sillonné de ravins, Diosc. 4, 57.
Étym. χαράδρα, -ωδης.