χαρακτηρίζω

χαρακτηρικός

χαρακτήριον
χαρακτηρικός, ή, όν [χᾰ] c. χαρακτηριστικός, DH. Dem. 39, etc. ||
Sup. χαρακτηρικώτατος, DH. Pomp. 6, 7 ; Thc. 24, 5.