χαρακτήριον

χαρακτηρισμός

χαρακτηριστέον
χαρακτηρισμός, οῦ () [χᾰ] désignation au moyen d’un signe caractéristique, Clém. 156 ; Sopater (W. 8, 751, etc.).
Étym. χαρακτηρίζω.