χαρακτηριστέον

χαρακτηριστικός

χαράκτης
χαρακτηριστικός, ή, όν [χᾰ] qui sert à distinguer, caractéristique de, gén. DH. Lys. 11, Dem. 34 ; Sext. P. 173.
Étym. χαρακτηρίζω.