χαριέντισμα

χαριεντισμός

χαριεντιστέον
χαριεντισμός, οῦ () [] trait d’esprit, plaisanterie, Plat. Theæt. 168d ; joint à εὐτραπελία, Plat. Rsp. 563b ; p. opp. à σπουδή, Plut. M. 11f, etc.
Étym. χαριεντίζομαι.