Χαρίσιος

χάρισμα

χαρισμός
χάρισμα, ατος (τὸ) [χᾰ] grâce, faveur, bienfait, NT. 1 Cor. 12, 4, etc. ; Rom. 16, 23 ; en parl. du baptême, Clém. 113.
Étym. χαρίζομαι.