χαρίστια

χαριστικός

Χαρίστιος
χαριστικός, ή, όν [] bienfaisant, libéral, Plut. M. 632c ; Q. Sm. 2, 1, 5 ; Symm. Ps. 111, 5 ; τὸ χαριστικόν, Plut. M. 332, la libéralité.
Étym. χαρίζομαι.