χειμαίνω

χειμάμυνα

χείμαρος
χειμ·άμυνα, ης () [ᾰῡ] épais manteau ou casaque pour se garantir du froid, Eschl. (Poll. 7, 61); Soph. (Ludwig Bachmann, Anecdota græca, 1828 1, 415).
Étym. χεῖμα, ἄμυνα.