Χειρέδιος

χειρεκμαγεῖον

χειρεπιθεσία
χειρ·εκμαγεῖον, ου (τὸ) [] essuie-mains, serviette, Apoll. par. Hist. mir. 36.
Étym. χ. ἐκμάσσω.