χείριστος

χειροϐάλλιστρα

χειροϐαρής
χειρο·ϐάλλιστρα, mieux que χειρο·ϐάλιστρα, ας () chirobaliste, arme de jet portative lançant des flèches, Héron.
Étym. χ. βάλλω.