Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χείρους
χειρόχρηστος
χειρόχωλος
χειρό·χρηστος,
ος, ον,
expert en,
gén.
Jambl.
V. Pyth.
161
.
Étym.
χείρ, χρηστός
.