χειρογραφέω-ῶ

χειρόγραφος

χειροδάϊκτος
χειρό·γραφος, ος, ον [] écrit à la main : τὸ χειρόγραφον, manuscrit, Pol. 30, 8, 4 ; DH. 5, 8 ; particul. obligation ou caution par écrit, Plut. M. 859a.
Étym. χ. γράφω.