χειροτεχνία

χειροτεχνικός

χειρότμητος
χειροτεχνικός, ή, όν :
1 qui concerne les arts manuels, Plat. Rsp. 425d ; ἡ χειροτεχνική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 259c, l’industrie des arts manuels ; au pl. Plat. Phil. 55d ||
2 habile dans un art manuel, Ar. Vesp. 1276 ||
Sup. -ώτατος, Ar. l. c.
Étym. χειροτέχνης.