χειροτονητέον

χειροτονητός

χειροτονία
χειροτονητός, ή, όν, élu ou décrété par un vote à main levée, Eschn. 57, 23 ; Plut. Flam. 16 ; ἀρχὴ χ. Eschn. 3, 5, 35 ; 16, 6 ; 55, 40, magistrature élective, p. opp. à κληρωτός, Luc. Nav. 39.
Étym. vb. de χειροτονέω.