χειρωνάκτης

χειρωνακτικός

χειρῶναξ
χειρωνακτικός, ή, όν, qui concerne le travail manuel, d’artisan, Plat. Ax. 368b ; subst. ὁ χ. artisan, Gal. Protr. 1, 38 ; D. Chr. p. 214.
Étym. χειρῶναξ.