χειρῶναξ

χειρωναξία

χειρωνάξιον
χειρωναξία, ας () travail manuel, métier, profession, Hdt. 2, 167 ; Eschl. Pr. 45, Ch. 761 ||
E Ion. χειρωναξίη, Hdt. l. c.
Étym. χειρῶναξ.