χείρωσις

χειρωτικός

χεῖσθαι
χειρωτικός, ή, όν, habile à soumettre, à subjuguer, Plat. Pol. 219d ; ἡ χειρωτική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 221b, 223b, l’art de soumettre.
Étym. χειρόω.