Χελιδόνεαι νῆσοι

χελιδόνειος

χελιδόνεως
χελιδόνειος, ος, ον [] semblable à l’hirondelle : χελιδόνειοι ἰσχάδες, Poll. 6, 81, ou subst. χελιδόνειοι, Epigen. (Ath. 75d) figues noirâtres ; χελιδόνειος δασύπους, Diph. (Ath. 401a) lièvre au poil noirâtre sur le dos et blanc sur le ventre.
Étym. χελιδών.