χελιδονίς

χελιδόνισμα

χελιδών
χελιδόνισμα, ατος (τὸ) [ῑδ] chanson de l’hirondelle, sorte de chanson populaire (Bgk, Lyr. gr. t. 3, p. 671).
Étym. χελιδονίζω.