χέρσονδε

χερσονησίζω

Χερσονήσιος
χερσονησίζω, néo-att. χερρονησίζω (seul. prés.) former une péninsule, Pol. 1, 73, 4 ; 10, 10, 5 ; Str. 128, 491, 529, etc.
Étym. χερσόνησος.