χιλίανδρος

χιλιαρχέω-ῶ

χιλιάρχης
χιλιαρχέω-ῶ (impf. ἐχιλιάρχουν, ao. ἐχιλιάρχησα) [χῑ] être chiliarque, Luc. D. mer. 9, 4 ; à Rome, être tribun militaire, Plut. Cato mi. 8, Flam. 20 ; χ. χιλιαρχίας, Arr. (Phot. Bibl. 69, 22) exercer la fonction de chiliarque.
Étym. χιλίαρχος.