χίλιοι

χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων

χιλιόκωμος
χιλιο·και·πεντηκοντα·πλασίων, ων, ον, gén. ονος [χῑᾰσ] mille cinquante fois plus grand, Cléom. Cycl. theor. 2, p. 227.
Étym. χ. κ. π. -πλασίων.