χιμαιρίς

χιμαιροϐάτης

χιμαιροθύτης
χιμαιρο·ϐάτης, ου [ῐᾰ] adj. m. à pieds de chèvre, Anth. 6, 35.
Étym. χίμαιρα, βαίνω.