Χιμάρα

χιμάραρχος

χιμαροκτόνος
χιμάρ·αρχος, ου () [ῐμᾰ] chef d’un troupeau de chèvres, ép. d’un bouc, Anth. 9, 744.
Étym. χίμαρος, ἄρχω.