χιονοτρόφος

χιονόχροος-ους

χιονόχρως
χιονό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, de la couleur, c. à d. de la blancheur de la neige, Philox. (Ath. 147a).
Étym. χ. χρόα.