χλαμυδοειδής

χλαμυδουργία

χλαμυδόω-ῶ
χλαμυδουργία, ας () [ᾰῠ] confection d’une chlamyde ou de chlamydes, Xén. Mem. 2, 7, 6.
Étym. χλ. ἔργον.