χλοηφορέω-ῶ

χλοηφόρος

χλοιόω-ῶ
χλοη·φόρος, ος, ον, qui produit de jeunes pousses, qui se couvre de verdure, Eur. Ph. 647, 653 ; Phil. 2, 494.
Étym. χλόη, φέρω.