Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χλωραίνω
χλώρασμα
χλωραύχην
χλώρασμα,
ατος
(
τὸ
)
c.
χλωρότης,
Hpc.
1169 ;
Gal.
327
d
.
Étym.
χλωράζω
.