χλωρίζω

χλωρίς

Χλῶρις
χλωρίς, ίδος ()
1 femelle du loriot (v. χλωρίων) Arstt. H.A. 8, 3, 4 ; 9, 13, 4 ; El. N.A. 4, 47 ||
2 sorte de raisin qui donne du vin blanc, Geop. 5, 2, 4.
Étym. χλωρός.