χλωρίτης λίθος

χλωρίων

χλωροειδής
χλωρίων, ωνος () oiseau de couleur jaunâtre ou jaune, p.-ê. le loriot, Arstt. H.A. 9, 15, 3 ; 9, 22, 1 ; El. N.A. 4, 47.
Étym. χλωρός.