Χοιράδες

χοιραδόλεθρον

χοιραδώδης
χοιραδ·όλεθρον, ου (τὸ) [] litt. « la mort aux écrouelles », sorte de plante, Diosc. 4, 138.
Étym. χοιράς, ὄλεθρος.