Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χοίριος
χοιρίσκος
Χοιροϐοσκός
χοιρίσκος,
ου
(
ὁ
)
dim. de
χοῖρος,
Luc.
D. mer.
7
.
Étym.
χοῖρος, βόσκω
.