Χοιροϐοσκός

χοιρόγρυλλος

χοιρόθλιψ
χοιρό·γρυλλος, ου () porc-épic, Spt. Lev. 11, 6 ; Deut. 14, 7 ; Ps. 104, 18.
Étym. χοῖρος, γρύλλος.