χοιροφορέω-ῶ

χοιροψάλας

χοιρώδης
χοιρο·ψάλας, α () [ᾰλᾱ] c. χοιρόθλιψ, ép. de Bacchus, Clém. 33.
Étym. χ. ψάλλω.