χοιροσπέλεθος

χοιροτροφεῖον

χοιροφορέω-ῶ
χοιρο·τροφεῖον, ου (τὸ) étable à porcs, Eup. et Phryn. (Poll. 10, 36).
Étym. χ. τρέφω.