χοιρώδης

χολαγωγός

χολαίνω
χολ·αγωγός, ός, όν [] qui fait couler (litt. qui entraîne) la bile, Gal. Hipp. Aph. comm. 17-2, 158 ; A. Tr. 1, p. 33.
Étym. χολή, ἄγω.