χολέρα

χολεριάω-ῶ

χολερικός
χολεριάω-ῶ, être atteint du choléra, Diosc. 1, 160 ; Plut. M. 974b ; Gal. τῶν κατὰ τόπ. 7, 5.
Étym. χολέρα.