χολωτός

χονδράκανθος

χονδριάω-ῶ
χονδρ·άκανθος, ος, ον [ᾰκ] à arêtes cartilagineuses, Arstt. P.A. 2, 9, 13, etc.
Étym. χόνδρος, ἄκανθα.