Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χονδρο·ποιητικός,
ή, όν,
propre à former un cartilage,
Gal.
2, 13
.
Étym.
χόνδρος, ποιέω
.