Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρονιότης
χρονισμός
χρονιστέον
χρονισμός,
οῦ
(
ὁ
)
1
long séjour,
Pol.
1, 56, 3
||
2
lenteur, hésitation,
DH.
6, 52
.
Étym.
χρονίζω
.