χρυσάνθεμον

χρυσανθής

χρυσάνιος
χρυσ·ανθής, ής, ές [] à fleurs d’or, Anth. 12, 256 ; τὸ χρυσανθές, Nic. (Ath. 684d) c. χρυσάνθεμον.
Étym. χρ. ἄνθος.