Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρυσέμϐολος
χρυσέμπαστος
χρυσένδετος
χρυσ·έμπαστος,
ος, ον,
brodé d’or,
Chrys.
t. 2, p. 404 (690) et t. 7, p. 633
.
Étym.
χρ. ἐμπάσσω
.