χρυσένδετος

χρυσεοϐόστρυχος

χρυσεόδμητος
χρυσεο·ϐόστρυχος, ος, ον [ῡῠ] aux boucles et aux tresses d’or, Eur. Ph. 191 ; Philox. (Ath. 564a).
Étym. χρ. βόστρυχος.