χρυσεοκόλλητος

χρυσεοκόμης

χρυσεόκυκλος
χρυσεο·κόμης, ου () [] c. χρυσοκόμης, Poèt. (Arstt. Rhet. 3, 8, 6) ||
E Dor. χρυσεοκόμας, Sim. fr. 34.