Χρῦσις

χρυσισκῆπτρον

χρυσῖτις
χρυσι·σκῆπτρον, ου (τὸ) c. χαμαιλέων λευκός, Diosc. Noth. 3, 10.
Étym. χρ. σκῆπτρον.